13 Φεβ 2011

Θεολογική Σχολή Αθηνών

Ένα από τα κρισιμότερα υπαρξιακά ερωτήματα που απασχόλησαν τον άνθρωπο μέσα στην ιστορία είναι, δίχως άλλο, η αναζήτηση γύρω από την ανώτερη δύναμη που δημιούργησε και κυβερνά τον κόσμο. Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι η λατρευτική πράξη, στοιχείο που συνοδεύει τον άνθρωπο σε κάθε βήμα του, στοιχείο αναπόσπαστο της ανθρώπινης δράσης σε κάθε επίπεδο πολιτισμού, αποτελεί το ανώτερο δείγμα του κάθε πολιτισμού.
Έτσι στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η ποίηση και η φιλοσοφία, όταν διένυαν την ακμή τους, επιχειρούν να απαντήσουν στο περί Θεού ερώτημα. Οι ποιητές πρώτοι θεολογούν, όταν πλάθουν μύθους για τους θεούς, σύμφωνα με τον Σωκράτη (Πλάτωνος, Πολιτεία 379a) και έπειτα οι φιλόσοφοι θεολογούν, όταν αναζητούν το θείο στον κόσμο των ιδεών, όπως ο Πλάτων, ή μετά τα φυσικά, όπως ο Αριστοτέλης. Οι αναζητήσεις για το Θεό βρήκαν την ολοκλήρωσή τους στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, ο οποίος έγινε άνθρωπος ανάμεσά μας, για να μας αποκαλύψει την αλήθεια.
Οι μαρτυρίες αυτές καταγράφηκαν στην Αγία Γραφή και διασώθηκαν μέσα στην Ιερά Παράδοση. Η ορθόδοξη μαρτυρία διαφυλάχθηκε στο πέρασμα των αιώνων διά πυρός και σιδήρου, για να φθάσει μέχρι την εποχή μας. Αρχικά οι διωγμοί από κοσμικούς άρχοντες, στη συνέχεια οι αυθαίρετες προσπάθειες ανθρώπων που υπερεκτίμησαν τη λογική τους ικανότητα, προσπαθώντας με το λόγο να ερμηνεύσουν την πίστη, και τέλος οι δυσκολίες, που οφείλονται στην αλλόθρησκη κατάκτηση, κατάφεραν σε διάφορες ιστορικές στιγμές να απειλήσουν τη μετάδοση της αλήθειας του Θεανθρώπινου μηνύματος στις επόμενες γενιές. Αυτός ο αγώνας για τη διαφύλαξη της πίστης αμόλυντης από κάθε λογής κακοδοξίες οδήγησε στην ανάπτυξη της Ορθόδοξης Θεολογίας. Το έργο αυτό δεν βασίστηκε στην πίστη των πολλών, μια και δεν ήσαν λίγες οι φορές εκείνες, όταν ακόμη και ένας άνθρωπος ήταν αρκετός για να διαφυλάξει την Ορθοδοξία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον άγ. Μάξιμο τον Ομολογητή. Ούτε είναι το έργο αυτό αποτέλεσμα μυστικής γνώσης που αποκτά κανείς, αλλά κοινά παραδεδομένη αλήθεια που ανήκει σε όλους, όσοι είναι πρόθυμοι να τη γνωρίσουν. Η γνωριμία με την Ορθόδοξη Θεολογία έρχεται μέσα από τη λειτουργική ζωή, τη μελέτη των Γραφών και την ερμηνεία της αποκεκαλυμένης αλήθειας από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Σε αυτό το πνεύμα καλείται λοιπόν να εισέλθει ο σπουδαστής των Θεολογικών γραμμάτων μέσα από την παρακολούθηση του τετραετούς προγράμματος που προσφέρει το Τμήμα Θεολογίας, με σκοπό να αποκτήσει ευχέρεια στην κατανόηση της Ορθοδοξίας και στην ερμηνεία του Ευαγγελικού λόγου μέσα από ένα ιστορικό και πατερικοθεολογικό πρίσμα.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η δύση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας οδήγησε προσωρινά μόνο τον χριστιανικό πνευματικό κόσμο στο σκοτάδι. Δεν άργησαν να φανούν πρόσωπα και πνευματικά κέντρα που διατηρούσαν ακατάλυτη τη μακραίωνη παράδοση της Ορθόδοξης Αυτοκρατορίας, που κατόρθωσε να συμπληρώσει περισσότερα από χίλια χρόνια ζωής. Παρόλα αυτά, ακόμα και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ενός αλλόθρησκου κατακτητή, διατηρήθηκε η πνευματική δράση, ενώ αναδείχθηκαν και σπουδαία πνευματικά κέντρα τόσο στην Κωνσταντινούπολη, όσο και αλλού. Προσωπικότητες όπως ο Πατροκοσμάς, ο Βικέντιος Δαμωδός, ο Παχώμιος Ρουσσάνος, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης αποτέλεσαν φάρους για τη διατήρηση της θεολογικής σκέψης.
Το ζήτημα της παιδείας στο πλαίσιο του κινήματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού είχε αναδειχθεί σε κέντρο του εθνεγερτικού αγώνα. Με την πρώτη σύσταση του Ελληνικού κράτους δημιουργήθηκαν τοπικοί αλλά και κεντρικοί εκπαιδευτικοί οργανισμοί και το αίτημα για ίδρυση πανεπιστημίου ήταν επιθυμία όλων και ελπίδα για την αναγέννηση του Γένους των Ελλήνων. Το πρώτο Πανεπιστήμιο του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους ιδρύθηκε το 1837.
Στις 14 Απριλίου 1837 υπογράφηκε από τον Όθωνα διάταγμα Περὶ κανονισμοῦ τοῦ ἐν Ἀθήναις συστηθησομένου Πανεπιστημίου. Πρόκειται για έγγραφο που ανακηρύσσει την ίδρυση του πρώτου Πανεπιστημιακού Ιδρύματος των Βαλκανίων, αλλά και γενικότερα του χώρου της Ανατολικής Μεσογείου. Το διάταγμα προβλέπει συγκεκριμένα την ίδρυση τεσσάρων Σχολών του Οθώνειου, όπως ονομάστηκε από τον ιδρυτή του, Πανεπιστημίου, δηλαδή των Σχολών της Θεολογίας, των Νομικών Επιστημών, της Ιατρικής και της Φιλοσοφίας. Στη συνάφεια αυτή θα πρέπει να αναφέρουμε τόσο την μετωνυμία του Πανεπιστημίου σε Ἐθνικὸν Πανεπιστήμιον το 1864 με την έξωση του Όθωνα, όσο και την υπαγωγή της Θεολογικής Σχολής μαζί με τη Νομική και τη Φιλοσοφική στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1911 για την εκπλήρωση της διαθήκης του Ηπειρώτη ευεργέτη Ιωάννη Δομπόλη. Έτσι, από το 1932 με την ένωση των δύο πανεπιστημίων, του Εθνικού και του Καποδιστριακού, η Θεολογική Σχολή ανήκει στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το πρώτο Πανεπιστήμιο εγκαταστάθηκε στην ιδιωτική κατοικία του αρχιτέκτονα Σταματίου Κλεάνθους στις βορειοανατολικές υπώρειες του βράχου της Ακρόπολης. Από την πρώτη στιγμή εντοπίστηκαν οι αυξημένες ανάγκες σε χώρους και η κινητοποίηση των φορέων για την ανοικοδόμηση νέου κτηρίου δεν άργησε να γίνει. Έτσι, με πρωτοβουλία του δεύτερου Πρύτανη, Κωνσταντίνου Ράλλη το 1839 συστήθηκε επιτροπή για την ανέγερση κτηρίου για το νέο Πανεπιστήμιο. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, εγκρίθηκε η μελέτη του Δανού αρχιτέκτονα Christian Hansen για την ανοικοδόμηση του κτηρίου επί της οδού Πανεπιστημίου. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν στα μέσα Νοεμβρίου του 1841 και η Θεολογική Σχολή μαζί με τις άλλες Σχολές του Οθώνειου Πανεπιστημίου μεταφέρθηκαν στο νέο κτήριο.
Η περίοδος που ακολούθησε σημαδεύθηκε από οικονομικές κρίσεις και πολέμους τόσο σε τοπικό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι αυξημένες ανάγκες του Πανεπιστημίου οδήγησαν στη σταδιακή μεταστέγαση σχολών του Πανεπιστημίου σε νέες κτηριακές εγκαταστάσεις. Η Θεολογική Σχολή παρέμεινε στο κεντρικό κτήριο, δανειζόμενη αίθουσες από το Μέγαρο της Νομικής, αλλά και σε κτήρια στην Ιπποκράτους και στους γύρω δρόμους. Το κτηριακό πρόβλημα της Σχολής είχε γίνει οξύ, και το 1973, στο πλαίσιο της μεταφοράς του Πανεπιστημίου στην Πανεπιστημιούπολη των Ιλισίων, αποφασίστηκε η ανοικοδόμηση νέου κτηριακού συγκροτήματος που θα στέγαζε τη Θεολογική Σχολή. Με βάση τη μελέτη, που εκπονήθηκε από τους αρχιτέκτονες Γεώργιο Λεονάρδο και Λάζαρο Καλυβίτη, ανοικοδομήθηκε το νέο συγκρότημα και η Θεολογική Σχολή εγκαταστάθηκε και λειτούργησε σε αυτό το Φθινόπωρο του 1976. Πρόκειται για κτηριακό συγκρότημα συνολικής έκτασης 13.000 τμ που στεγάζει τη Γραμματεία, τη Βιβλιοθήκη, τα Αμφιθέατρα, τις Αίθουσες διδασκαλίας, τα γραφεία των Καθηγητών και τους βοηθητικούς χώρους της Σχολής.
Κατά την ίδρυση της Θεολογικής Σχολής πρώτοι καθηγητές ορίστηκαν ο Μισαήλ Αποστολίδης, που διετέλεσε και πρώτος Σχολάρχης της, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, και ο Κωνσταντίνος Κοντογόνης. Ο μικρός αριθμός φοιτητών, μόλις οκτώ, επέτρεπε στους πρώτους καθηγητές να διδάξουν διευρυμένα γνωστικά αντικείμενα. Έτσι ο Μισαήλ Αποστολίδης δίδαξε Δογματική και Ηθική, αλλά και Ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ ο Κωνσταντίνος Κοντογόνης δίδαξε Εγκυκλοπαιδεία και Μεθοδολογία της Θεολογίας, Εβραϊκή Αρχαιολογία, Εισαγωγή και Ερμηνεία των Αγίων Γραφών, καθώς και Εκκλησιαστική Ιστορία και Γραμματολογία.
Τα πρώτα εκατό χρόνια από την ίδρυση του Πανεπιστημίου (1837-1937) στη Θεολογική Σχολή διορίστηκαν 33 καθηγητές. Στα επόμενα πενήντα έτη (1937-87) διορίστηκαν 55 καθηγητές  (περιλαμβάνονται εδώ οι ομότιμοι, οι τακτικοί -που σήμερα ονομάζονται απλά καθηγητές- οι διατελέσαντες τακτικοί, οι έκτακτοι, οι αναπληρωτές, οι επίκουροι και οι άμισθοι επίκουροι καθηγητές), 8 λέκτορες και 20 βοηθοί και επιστημονικοί συνεργάτες.
Οι πρώτοι φοιτητές της σχολής ήταν οκτώ σε σύνολο πενήντα δύο φοιτητών που δέχθηκε το Πανεπιστήμιο το έτος εκείνο. Πρώτος φοιτητής της Σχολής ήταν ο ιερομόναχος Δαμιανός Βασιλειάδης από τη Σπάρτη, που γράφηκε τέταρτος στο μητρώο του Πανεπιστημίου, ενώ η πρώτη φοιτήτρια της Σχολής γράφηκε το 1923. Η διάρκεια των σπουδών ήταν πάντοτε τέσσερα έτη.
Πολλαπλή είναι η προσφορά της Θεολογικής Σχολής στην Επιστήμη, την Εκκλησία και το Έθνος με το ποιμαντικό έργο των λαϊκών και κληρικών αποφοίτων της, καθώς και με τη διαρκή διεθνή παρουσία της σε πανορθόδοξες και διαχριστιανικές συσκέψεις και συνέδρια. Η Θεολογική Σχολή αναδεικνύει ικανά στελέχη με παγκόσμια προβολή, χωρίς παρεκκλίσεις από τη γνήσια ορθόδοξη παράδοση, καλλιεργεί και προάγει όλους τους τομείς της θεολογικής επιστήμης και εξακολουθεί να δίνει μορφωμένα στελέχη τόσο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όσο και στη μέση εκπαίδευση, καθώς και σε άλλους χώρους του δημόσιου βίου.
Σημειώνουμε εδώ ενδεικτικά ότι πτυχιούχοι της υπήρξαν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειος Γ΄ († 1929) και Φώτιος Β΄ († 1935), Αλεξανδρείας Νικόλαος Ε΄ († 1939) και Πέτρος Ζ΄ († 2005), Ιεροσολύμων Βενέδικτος Α΄ († 1980) Διόδωρος Α΄ († 2000), Ειρηναίος (2000-2005) και Θεόφιλος (2005-), Ρουμανίας Ιουστίνος († 1986), καθώς και αρχηγοί και αρχιερείς των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών Κύπρου, Ελλάδας και Αλβανίας. Απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής ήσαν ο Άγιος Νεκτάριος († 1920) και ο Εθνάρχης της Κύπρου Μακάριος († 1977), ενώ μέχρι και σήμερα οι περισσότεροι από τους μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι πτυχιούχοι της Σχολής. Απόφοιτος επίσης της Σχολής και υφηγητής της ήταν ο Χρήστος Μακρής († 27.11.1912), που έπεσε ηρωικά στη μάχη του Δρίσκου. Στη Σχολή φοίτησαν κατά καιρούς και φοιτητές όχι μόνο από Ορθόδοξες, αλλά και από ετερόδοξες Εκκλησίες, από διάφορα μάλιστα μέρη του κόσμου. Είναι και τούτο δείγμα της ακτινοβολίας της.
Από το 1924 εκδίδεται Επιστημονική Επετηρίδα που φιλοξενεί εργασίες του διδακτικού προσωπικού της Θεολογικής Σχολής. Μέχρι σήμερα έχουν δημοσιευθεί 40 τόμοι και ο τελευταίος αντιστοιχεί στο έτος 2005. Από τον 10ο τόμο (1954-1955) καθιερώθηκε ο θεσμός των αφιερωμάτων και κάθε τόμος αφιερώνεται σε έναν ή περισσότερους καθηγητές φιλοξενώντας βιογραφία και εργογραφία τους. Από το έτος 1995 οργανώθηκε ο θεσμός της εποπτείας της έκδοσης και καταβάλλεται προσπάθεια οι τόμοι να εκδίδονται σε ετήσια βάση και να μη δημιουργούνται κενά. Οι εργασίες που δημοσιεύονται είναι κατά κανόνα θεολογικού περιεχομένου και καλύπτουν τους τέσσερις τομείς της Θεολογίας (Ερμηνευτικό, Ιστορικό, Πρακτικό και Συστηματικό).
Η Θεολογική Σχολή σήμερα διαθέτει στη συλλογή της Βιβλιοθήκης της 120.000 βιβλία και 425 τίτλους επιστημονικών περιοδικών, που φυλάσσονται σε 864 τ.μ., υποστηρίζοντας την επιστημονική έρευνα και διδασκαλία της Σχολής τόσο στο προπτυχιακό, όσο και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών.
Το θέμα της σύστασης Πανεπιστημιακού ναού τέθηκε για πρώτη φορά στη Σύγκλητο από τον πρώτο Σχολάρχη της Θεολογικής Σχολής Αρχιμ. Μισαήλ Αποστολίδη και τον Γεώργιο Γεννάδιο, Καθηγητή της Φιλοσοφικής, ήδη από τον Απρίλιο του 1839. Σήμερα βρίσκονται υπό τη διαχείριση του Πανεπιστημίου τρεις ναοί για την εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών του.
1) Εισοδίων της Θεοτόκου και Αγίας Βαρβάρας (Καπνικαρέα, 11ος αι.). Ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου, που αποτελεί ιστορικό μνημείο του 11ου αιώνα, παραχωρήθηκε στη Θεολογική Σχολή το 1932 (Ν. 5343/1932) και σήμερα βρίσκεται υπό τη διοίκηση και εποπτεία της.
2) Αγίων Ιωάννου του Προδρόμου, Ιωάννου του Θεολόγου και Ιερομάρτυρα Αντίπα (1975). Από το 1975 λειτουργεί ο ναός του Αγίου Αντίπα, προστάτη των Οδοντιάτρων, που ανεγέρθηκε με δαπάνη του Ομότιμου Καθηγητή της Οδοντιατρικής Ορέστη Λουρίδη.
3) Παρεκκλήσιο Αποστόλου Παύλου (1976). Για τις λατρευτικές ανάγκες της Σχολής λειτουργεί παρεκκλήσιο του Αποστόλου Παύλου στην κεντρική  πτέρυγα του τρίτου επιπέδου ανατολικά της Σχολής.
Η Θεολογική Σχολή ήταν ενιαία μέχρι και το 1974, όταν με διάταγμα ιδρύθηκε Ποιμαντικό Τμήμα, που σκοπό είχε την κατάρτιση του κλήρου (ΠΔ 760/1974, ΦΕΚ Α΄ 333). Το διάταγμα αυτό ακολούθησε νέο το επόμενο έτος, που καταργούσε το Ποιμαντικό Τμήμα και ίδρυε και στις δύο Θεολογικές Σχολές, Αθηνών και Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιερατικής Επιμορφώσεως με διετή φοίτηση (ΠΔ 469/1975 ΦΕΚ Α΄148). Οριστική διευθέτηση δόθηκε μετά δύο χρόνια με νέο διάταγμα που καταργούσε το Τμήμα Ιερατικής Επιμορφώσεως και στη θέση του όριζε τη σύσταση Ποιμαντικού Τμήματος με τετραετή φοίτηση (ΠΔ 434/1977),
ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΣΤΟ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟ ΘΡΟΝΟ
α) Μητροπολίτες
Προκόπιος Α΄ Γεωργιάδης, 27 Μαΐου 1874 - † Ιανουάριος 1889.
Προκόπιος Β΄ Οικονομίδης, 17 Οκτωβρίου 1896 - Νοέμβριος 1901 παραιτηθείς, † 4 Ιουλίου 1902.
Θεόκλητος Α΄ Μηνόπουλος, α΄ 4 Νοεμβρίου 1902 - 28 Σεπτεμβρίου 1917, β΄ 16 Νοεμβρίου 1920 - Σεπτέμβριος 1922, † 19 Δεκεμβρίου 1931.
β) Αρχιεπίσκοποι
Χρυσόστομος Α΄ Παπαδόπουλος, 10 Μαρτίου 1923 - † 22 Οκτωβρίου 1938.
Δαμασκηνός Παπανδρέου, [5 Νοεμβρίου 1938] 6 Ιουλίου 1941 - † 28 Σεπτεμβρίου 1949.
Δωρόθεος Γ΄ Κοτταράς, 29 Μαρτίου 1956 - † 26 Ιουλίου 1957.
Θεόκλητος Β΄ Παναγιωτόπουλος, 7 Αυγούστου 1957 - † 8 Ιανουαρίου 1962.
Ιάκωβος Γ΄ Βαβανάτσος, 13-25 Ιανουαρίου 1962 (παραιτηθείς, † 25 Οκτωβρίου 1984).
Ιερώνυμος Κοτσώνης, 14 Μαΐου 1967 - 15 Δεκεμβρίου 1973 (παραιτηθείς, † 15 Νοεμβρίου 1988).
Σεραφείμ Τίκας, 12 Ιανουαρίου 1974 - †10 Απριλίου 1998.
Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, 28 Απριλίου 1998 - 28 Ιανουαρίου 2008
Ιερώνυμος Λιάπης, 7 Φεβρουαρίου 2008 -

Γραμματεία Τμήματος Θεολογίας Παν/πολη, (2ος όροφος)
210 727 5872 (Γραμματέας)
210 727 5717
210 727 5762
210 727 5813
210 727 5714
210 727 5719
210 727 5811 (Fax)
e-mail
secr@theol.uoa.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου