`«Ο Θαυματουργός, καν, τέθνηκε Σπυρίδων,
του θαυματουργείν ουκ έληξεν εισέτι»
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Σπυρίδων, επίσκοπος Τριμυθούντος ο Θαυματουργός, έζησε τον 4ο αιώνα στην Κύπρο. Ήταν βοσκός στο επάγγελμα, έγγαμος και πατέρας μίας κόρης, της Ειρήνης. Ξεχώριζε για την πίστη του στο Θεό, την αγάπη του για τον άνθρωπο, την απλότητα, την ταπείνωση, την φιλοξενία και τις αγαθοεργίες του. Όταν πέθανε η γυναίκα του, ο Σπυρίδων αφιέρωσε πλέον τη ζωή του ολοκληρωτικά στο Θεό. Χωρίς να το επιδιώξει απέκτησε φήμη στη μεγαλόνησο και όταν εκοιμήθη ο επίσκοπος της πόλης της Τριμυθούντος, κοντά στη Σαλαμίνα, ομόφωνα οι πιστοί εξέλεξαν τον Σπυρίδωνα ως διάδοχό του.
Παρά την τιμή και το αξίωμα ο ταπεινός βοσκός δεν άλλαξε καθόλου την βιοτή του: φορούσε πάντα τα ίδια φτωχά ρούχα, τον ίδιο σκούφο από πλεγμένα φοινικόφυλλα. Παντού πήγαινε με τα πόδια, βοηθούσε στις γεωργικές εργασίες και, όπως πριν, φυλούσε το κοπάδι του. Μια νύχτα μπήκαν στο μαντρί του ληστές για να κλέψουν πρόβατα. Όταν όμως επιχείρησαν να βγούνε με τη λεία τους ένιωσαν μια αόρατη δύναμη να τους ακινητοποιεί. Το πρωί ο Άγιος τους βρήκε και εκείνοι, καταντροπιασμένοι, του διηγήθηκαν τι τους είχε συμβεί. Ο Σπυρίδων τους απάλλαξε από τα δεσμά, τους νουθέτησε και τους δώρησε δύο κριάρια, «για τον κόπο της αγρυπνίας», όπως χαρακτηριστικά τους είπε.